αναρίχνω

αναρίχνω
ανάριξα, ρίχνω κάτι πάνω μου χωρίς να περάσω τα χέρια μου στα μανίκια: Ανάριξα το σάλι στην πλάτη της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάριμα — το (από το αναρίχνω), κορμοστασιά: Στέκονταν και καμάρωναν τ ανάριμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”